Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

ΕΝ ΟΙΔΑ, ΟΤΙ ΟΥΔΕΝ ΟΙΔΑ


γράφει ο Θωμάς Θεολόγης

προτομή του Σωκράτη
Τά λόγια τοῦ τίτλου εἶναι τοῦ Σωκρά­τη, τοῦ μεγαλυτέρου φιλοσόφου. Δέν ἔπιασα καλά τό νόημά τους ὅταν τά πρωτοδιάβασα, γιατί μοῦ ’λειπε ἡ πεῖρα. Μέσω τῆς μετριο­φροσύνης, μοῦ φάνηκε πώς ὁ Σωκράτης πρό­βαλε τήν ὑπεροψία του. Ἀγνοοῦσα, τότε, τό μεγαλεῖο του! Καθώς, ὅμως, κυλοῦσε ὁ και­ρός καί ἡ πεῖρα μερικῶν δεκαετιῶν μεγά­λωσε στόν ταμιευτήρα τῆς γνωσιολογίας, κατανόησα τό πραγματικό τους νόημα. Δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τό: ὅσο πιό πολλά μαθαίνεις, τόσο καλύτερα ἀντιλαμβάνεσαι τήν ἀπόστα­ση πού σέ χωρίζει ἀπό τό ἄγνωστο! Ὅταν σκαρφαλώσεις στόν πλησιέστερο λόφο καί δεῖς τήν ἀόρατη ἀπό τό σπίτι σου κοιλάδα, ἕνας καινούργιος κόσμος ξετυλίγεται μπρο­στά σου. Ἄν, στή συνέχεια, κατακτήσεις μιά μεγάλη βουνοκορφή, ἀνακαλύπτεις τήν ὕπαρ­­ξη ἀγνώστων πεδιάδων, ποταμῶν, λιμνῶν καί, ἴσως, ὠκεανῶν.

 

Τό ἀξίωμα τοῦ Σωκράτη «ἕν οἶδα, ὅτι οὐδέν οἶδα» σήμερα δέν εἶναι ἐπίκαιρο! Εἴμαστε, δυστυχῶς, κυκλωμένοι ἀπό «παντο­γνῶστες» πού καταπιεστικά ἐπιδεικνύουν τήν ἀγνωσία τους! «Πάνσοφοι» οἰκονομολό­γοι στρίμωξαν τήν οἰκονομία σέ μιά ἀδιέξο­δη σήραγγα, φανταστικοί «καλλιτέχνες» με­τέ­τρεψαν τά Πύθια σέ μιά λαμπρή τελετή πιθηκοακροβατικῶν ἐπιδείξεων, πού ἀκούει στό ὄνομα EUROVISION! Πολυάριθμοι «εἰδι­κοί» διαφημίζουν τίς χιμαιρικές τους ἰδέες, κορυφαῖοι μόδιστοι ἐφευρίσκουν διαυγῆ ἐν­δύ­ματα, προκειμένου νά ἀπενδύσουν τό ἀν­θρώπινο σῶμα!..



Αὐτό τό συνονθύλευμα τῶν «εἰδημό­νων» ξύπνησε μερικές φοιτητικές ἀναμνή­σεις μου ἀπό τή Σκωτία. Μπορεῖ νά πέρασαν πάνω ἀπό πενῆντα χρόνια, ἀλλά τό ὑπέροχο ποίημα τοῦ J.M.CaieThe Puddock” (ὁ μπά­κακας), τό θυμᾶμαι ἀπ’ ἔξω κι ἀνακατωτά. Ἄν καί ἡ παλαιότητά του ξεπερνᾶ τίς δεκα­πέντε δεκαετίες, εἶναι τόσο ἐπίκαιρο, ἀφοῦ ἀπεικονίζει μιά χαρά τούς παραπάνω «παντο­­γνῶστες»! Ἔχουν τόσα κοινά μέ τό βάτραχο τοῦ ποιήματος, πού, ξαπλωμένος στά βούρλα μιᾶς λίμνης καυχᾶται γιά τή διασημότητά του. Ἀνάμεσα στ’ ἄλλα κο­μπορ­ρημονεῖ πώς ἔχει πολλές οἰκογένειες καί γυναῖκες, ἕνα σπιτικό γεμᾶτο ἀγαθά, τονίζει ὅτι ὑπῆρξε περιζήτητος ἐραστής καί δέν παραλείπει ν’ ἀναφερθεῖ στήν καλλι­φωνία του! Τελειώνει μέ τή διαπίστωση:
«Πιστεύω πώς εἶμαι ὁ πραγματικός ἀρχιμπάκακας»

 

Τούς τελευταίους τέσσερες στίχους τούς ἀφιερώνω σ’ αὐτούς πού, ὅπως ὁ βά­τραχος τοῦ ποιήματος, κάνουν τόν σπουδαῖο:
«Ἕνας ἐρωδιός πεινοῦσε καί θέλοντας νά δειπνήσει,βούτηξε τόν μπάκακα καί τόν καταβρόχθισε.
Ὕστερα, τινάζοντας τά φτερά του: Σιχαμερό πρᾶμα, εἶπε.
Κρῖμα πού οἱ βάτραχοι δέν εἶναι ὅπως τόν παλιό καιρό».


Το κείμενο γράφτηκε το 2010



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου